σικυώδης — (I) ες / σικυώδης, ῶδες, ΝΑ [σικύα] όμοιος με σικύα. (II) ες / σικυώδης, ῶδες, ΝΑ [σίκυος] όμοιος με σίκυο, με αγγούρι … Dictionary of Greek
σικυῶδες — σικυώδης like the masc/fem voc sg σικυώδης like the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)